δασολόγος

δασολόγος
ο
ο ειδικός στη δασολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -λογος < λέγω. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δασολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη δασολογία: Ο δασολόγος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των δασών της περιοχής του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασολογία — η επιστήμη η οποία ασχολείται με την έρευνα τής δασικής οικονομίας ή δασοπονίας, με την εξασφάλιση δηλ. τού συνόλου τών οικονομικών αγαθών τα οποία μπορούν να παράγουν τα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • δασοπόνος — ο 1. ο ειδικός στη δασοπονία 2. ο δασολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + πονος < πένομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”